οριζοντίωση
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
Greek Monolingual
η οριζοντιώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του οριζοντιώνω, οριζόντια τοποθέτηση
2. (τοπογρ.) η οριζόντια τοποθέτηση της γραμμής ή του επιπέδου τών κάθε είδους οργάνων που χρησιμοποιούνται στις γεωμετρογραφικές επιστήμες.