ἀναχνοαίνομαι

From LSJ
Revision as of 16:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχνοαίνομαι Medium diacritics: ἀναχνοαίνομαι Low diacritics: αναχνοαίνομαι Capitals: ΑΝΑΧΝΟΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: anachnoaínomai Transliteration B: anachnoainomai Transliteration C: anachnoainomai Beta Code: a)naxnoai/nomai

English (LSJ)

(χνοῦς)

   A get the first down, Ar.Ach.791.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχνοαίνομαι: παθ., φύω τὸν πρῶτον χνοῦν, τὰς πρώτας τρίχας (χνόος), κωμικῶς ἐπὶ χοίρου, αἱ δ’ ἂν παχυνθῇ κἀναχνοιανθῇ τριχί, κάλλιστος ἔσται χοῖρος Ἀφροδίτᾳ θύειν, «ἐὰν ἀκμάσῃ καὶ ἡβήσῃ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 791.

French (Bailly abrégé)

se couvrir de soies litt. de duvet.
Étymologie: ἀνά, χνόος.

Greek Monolingual

ἀναχνοαίνομαι (Α) χνους
αποκτώ χνούδι, τρίχες.

Greek Monotonic

ἀναχνοαίνομαι: Παθ., αποκτώ το πρώτο χνούδι (χνόος), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναχνοαίνομαι: покрываться пушком, обрастать (τριχί Arph.).