ἀναχνοαίνομαι
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
(χνοῦς)
A get the first down, Ar.Ach.791.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχνοαίνομαι: παθ., φύω τὸν πρῶτον χνοῦν, τὰς πρώτας τρίχας (χνόος), κωμικῶς ἐπὶ χοίρου, αἱ δ’ ἂν παχυνθῇ κἀναχνοιανθῇ τριχί, κάλλιστος ἔσται χοῖρος Ἀφροδίτᾳ θύειν, «ἐὰν ἀκμάσῃ καὶ ἡβήσῃ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 791.
French (Bailly abrégé)
se couvrir de soies litt. de duvet.
Étymologie: ἀνά, χνόος.
Greek Monolingual
ἀναχνοαίνομαι (Α) χνους
αποκτώ χνούδι, τρίχες.
Greek Monotonic
ἀναχνοαίνομαι: Παθ., αποκτώ το πρώτο χνούδι (χνόος), σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναχνοαίνομαι: покрываться пушком, обрастать (τριχί Arph.).