επιτυχαίνω

From LSJ
Revision as of 12:30, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Greek Monolingual

και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω)
1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῦ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ.
β. «τον πυροβόλησε και τον πέτυχε στην καρδιά»)
2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τον πέτυχα στον δρόμο» β. «ἵνα μὴ ‘κεῑνος ὑμῑν ἐπιτύχῃ», Αριστοφ.)
3. φθάνω στον σκοπό μου, πραγματοποιώ, κατορθώνω (α. «δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία» β. «ἐπιτυγχάνοντες ὧν πράττουσιν», Ξεν.)
4. ευνοούμαι από την τύχη, ευδοκιμώ, προκόπτω (α. «πέτυχε στις εξετάσεις» β. «εἰ μὲν ἐπέτυχε τῇ βολῇ τοῦ τόξου», Αχμ. Ονειροκρ.)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) γίνομαι, εκτελούμαι καλά («δεν πέτυχαν οι φωτογραφίες»)
2. (μτβ.) εκτελώ καλά («ο ράφτης δεν πέτυχε το κοστούμι»)
3. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) επιτυχημένος, -η, -ο
αυτός που γίνεται με επιτυχία («επιτυχημένο αστείο»)
μσν.
1. (για τη γη) παράγω
2. αποκτώ
αρχ.
1. (για ενέργεια) έχω καλό αποτέλεσμα («μὴ ζήτησιν τῶν πρασσομένων, ἀλλὰ μίμησιν τῶν ἐπιτετευγμένων», Διόδ.)
2. (με δοτ. προσ.) συζητώ με κάποιον («ἰόντι τε τινί ποθεν ἄλλοθεν εἴτε καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς πόλεως ἑτοίμως ἐπιτυχεῑν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τυγχάνω «βρίσκω τον στόχο». Ο αόρ. β’ επ-έτυχον δημιούργησε αφ’ ενός μεν το μσν. επι-τυχαίνω (πρβλ. λαγχάνω -έλαχον > λαχαίνω, μανθάνω-έμαθον > μαθαίνω), αφ’ ετέρου δε, με διατήρηση της εσωτερικής αυξήσεως και σίγηση του αρχικού άτονου ε- που θεωρήθηκε πιθ. ως η αύξηση, το νεοελλ. πετυχαίνω (< πέτυχα < ε-πέτυχα < επ-έτυχον)].