δίκιος

From LSJ
Revision as of 08:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

-ια, -ο
1. δίκαιος
2. ο μέσος, μεταξύ δύο άκρων, κανονικός («δίκιο μπόι»)
3. το ουδ. ως ουσ. το δίκιο
το δίκαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιος, με συνίζηση (πρβλ. παλαιός > παλιός)].