δίκιος

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

-ια, -ο
1. δίκαιος
2. ο μέσος, μεταξύ δύο άκρων, κανονικός («δίκιο μπόι»)
3. το ουδ. ως ουσ. το δίκιο
το δίκαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιος, με συνίζηση (πρβλ. παλαιός > παλιός)].