πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
Full diacritics: ἱάρωμα | Medium diacritics: ἱάρωμα | Low diacritics: ιάρωμα | Capitals: ΙΑΡΩΜΑ |
Transliteration A: hiárōma | Transliteration B: hiarōma | Transliteration C: iaroma | Beta Code: i(a/rwma |
ἱέρωμα και ἱάρωμα, τὸ (Α) ιερώ
1. ανάθημα, προσφορά, πράγμα αφιερωμένο στον θεό
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἱέρωμα, τὸν κόννον Λάκωνες, ὅν τινες μαλλὸν ἢ σκόλλυν».