μῦμα
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
ατος, τό,
A meat chopped up with blood, cheese, honey, vinegar, and savoury herbs, Epaenet. ap. Ath. 14.662d.
German (Pape)
[Seite 217] τό, ein eigenthümlich bereitetes Gericht, Ath. XIV, 662 d.
Greek (Liddell-Scott)
μῦμα: τό, κρέας κατακεκομμένον καὶ συμπεφυρμένον μετὰ αἵματος, τυροῦ, μέλιτος, ὄξους, καὶ ἀρωματικῶν φυτῶν, Ἐπαίνετος παρ’ Ἀθην. 662D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μῦμα· θριδάκων τρῖμμα, καὶ ὑπόχυμά τι».
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sorte de ragout fait de viande hachée, fromage, miel, vinaigre, herbes aromatiques.
Étymologie: DELG étym. obscure ; fait penser à μυττωτός.
Greek Monolingual
μῡμα, -ατος, τὸ (Α)
1. είδος εδέσματος από ψιλοκομμένο κρέας ανάμικτο με αίμα, τυρί, μέλι, ξίδι και αρωματικά φυτά
2. (κατά τον Ησύχ.) «θριδάκων τρῑμμα καὶ ὑπόχυμά τι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. θυμίζει το μυττωτός].