θεωροδόκος
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
Greek (Liddell-Scott)
θεωροδόκος: Δωρ. θεᾱροδόκος, ὁ, «ὁ τῶν θεωρικῶν χρημάτων ἐπιμελούμενος» Σουΐδ. ΙΙ. ὁ ὑποδεχόμενος τοὺς θεωρούς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1193, 2670. - θεωροδοκία, ἡ, τὸ ὑπούργημα τοῦ θεωροδόκου, αὐτόθι 1693. 17· τὴν θεαροδοκίαν τῶν Δηλίων αὐτόθι 2329.
Greek Monolingual
θεωροδόκος και θεαροδόκος και θεουροδόκος, -ον (Α)
1. πολίτης που επιμελείται τα θεωρικά χρήματα
2. πολίτης που υποδέχεται τους θεωρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος.