θεαροδοκία
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
Greek Monolingual
θεαροδοκία, ἡ (Α)
δωρ. τ. του θεωροδοκία.
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
θεαροδοκία, ἡ (Α)
δωρ. τ. του θεωροδοκία.