θεωροδοκία
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
ἡ, office of θεωροδόκος, BCH49.91 (Delph., iii B.C.), SIG608.5,10 (ib., ii B.C.): Dor. θεᾱροδοκία, τῶν Δηλίων CIG2329 (Delos).
Greek Monolingual
θεωροδοκία και θεαροδοκία, ἡ (Α) θεωροδόκος
το υπούργημα του θεωροδόκου.