λειμωνιάς

From LSJ
Revision as of 20:01, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειμωνιάς Medium diacritics: λειμωνιάς Low diacritics: λειμωνιάς Capitals: ΛΕΙΜΩΝΙΑΣ
Transliteration A: leimōniás Transliteration B: leimōnias Transliteration C: leimonias Beta Code: leimwnia/s

English (LSJ)

άδος, poet. fem. of λειμώνιος, νύμφη λ.

   A meadow-nymph, S.Ph.1454 (anap.), A.R.2.655; cf. λειμακίδες, λειμων-ιάτης λίθος, ὁ, a stone of grass-green colour, Plin.HN37.172.

German (Pape)

[Seite 23] άδος, ἡ, bes. fem. zu λειμώνιος, νύμφαι, Wiesennymphen; Soph. Phil. 1454; Ap. Rh. 2, 655 u. öfter; bei Orph. auch αὖραι, πνοαί.

Greek (Liddell-Scott)

λειμωνιάς: -άδος, ποιητ. θηλ. τοῦ λειμώνιος, νύμφη λ., νύμφη τοῦ λειμῶνος, Σοφ. Φιλ. 1454 (λυρ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 655· πρβλ. λειμακίδες.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de prairie.
Étymologie: λειμών.

Greek Monolingual

λειμωνιάς, -άδος, ἡ (Α)
βλ. λειμώνιος.

Greek Monotonic

λειμωνιάς: -άδος, ποιητ. θηλ. του λειμώνιος, σε Σοφ.