λυγδίνεος
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
[ῐ], α, ον, = sq. 2,
A δειρή AP5.47 (Rufin.).
Greek (Liddell-Scott)
λυγδίνεος: [ῐ], -α, -ον, = λύγδινος, Ἀνθ. Π. 5. 48.
Greek Monolingual
λιγδίνεος, -α, -ον, θηλ. και -η (Α) λύγδινος
(για το σώμα) λύγδινος, λείος, στιλπνός, χυτός σαν μάρμαρο.
Greek Monotonic
λυγδίνεος: [ῐ], -α, -ον, = λύγδινος, σε Ανθ.