συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
-ια, -ο1. δίκαιος2. ο μέσος, μεταξύ δύο άκρων, κανονικός («δίκιο μπόι»)3. το ουδ. ως ουσ. το δίκιοτο δίκαιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιος, με συνίζηση (πρβλ. παλαιός > παλιός)].