καταφθατόομαι
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
English (LSJ)
(φθάνω) A take first possession of, γῆν καταφθατουμένη A.Eu.398; cf. καταφ<θ>ατουμένη· κατακτωμένη, Hsch.
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
Full diacritics: καταφθᾰτόομαι | Medium diacritics: καταφθατόομαι | Low diacritics: καταφθατόομαι | Capitals: ΚΑΤΑΦΘΑΤΟΟΜΑΙ |
Transliteration A: kataphthatóomai | Transliteration B: kataphthatoomai | Transliteration C: katafthatoomai | Beta Code: katafqato/omai |
(φθάνω) A take first possession of, γῆν καταφθατουμένη A.Eu.398; cf. καταφ<θ>ατουμένη· κατακτωμένη, Hsch.