λυγδίνεος
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
[ῐ], α, ον, = sq. 2, A δειρή AP5.47 (Rufin.).
Greek (Liddell-Scott)
λυγδίνεος: [ῐ], -α, -ον, = λύγδινος, Ἀνθ. Π. 5. 48.
Greek Monolingual
λιγδίνεος, -α, -ον, θηλ. και -η (Α) λύγδινος
(για το σώμα) λύγδινος, λείος, στιλπνός, χυτός σαν μάρμαρο.
Greek Monotonic
λυγδίνεος: [ῐ], -α, -ον, = λύγδινος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λυγδίνεος: (ῐ) Anth. = λύγδινος.
Middle Liddell
λυγδί˘νεος, η, ον = λύγδινος, Anth.]