ἐνθυμηματώδης
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ες, A enthymematic, Arist. Rh.Al.1439a5.
German (Pape)
[Seite 843] ες, sentenzenartig, -reich.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθυμηματώδης: -ες, ἔχων ἐνθυμήματα, ἐνθυμηματικός, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 33. 3.
Spanish (DGE)
-ες
ret. entimemático, que consiste en un entimema ἐνθυμηματώδεις καὶ γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Anaximen.Rh.1439a6.
Greek Monolingual
ἐνθυμηματώδης, -ες (Α)
(λογ.) αυτός που έχει ενθυμήματα, ο γεμάτος με ενθυμήματα.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθῡμηματώδης: имеющий характер умозаключения (ἐνθυμηματώδεις τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Arst.).