λειμωνιάς

From LSJ
Revision as of 15:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειμωνιάς Medium diacritics: λειμωνιάς Low diacritics: λειμωνιάς Capitals: ΛΕΙΜΩΝΙΑΣ
Transliteration A: leimōniás Transliteration B: leimōnias Transliteration C: leimonias Beta Code: leimwnia/s

English (LSJ)

άδος, poet. fem. of λειμώνιος, νύμφη λ. A meadow-nymph, S.Ph.1454 (anap.), A.R.2.655; cf. λειμακίδες, λειμων-ιάτης λίθος, , a stone of grass-green colour, Plin.HN37.172.

German (Pape)

[Seite 23] άδος, ἡ, bes. fem. zu λειμώνιος, νύμφαι, Wiesennymphen; Soph. Phil. 1454; Ap. Rh. 2, 655 u. öfter; bei Orph. auch αὖραι, πνοαί.

Greek (Liddell-Scott)

λειμωνιάς: -άδος, ποιητ. θηλ. τοῦ λειμώνιος, νύμφη λ., νύμφη τοῦ λειμῶνος, Σοφ. Φιλ. 1454 (λυρ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 655· πρβλ. λειμακίδες.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de prairie.
Étymologie: λειμών.

Greek Monolingual

λειμωνιάς, -άδος, ἡ (Α)
βλ. λειμώνιος.

Greek Monotonic

λειμωνιάς: -άδος, ποιητ. θηλ. του λειμώνιος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

λειμωνιάς: άδος (ᾰδ) adj. f обитающая на лугах, луговая (Νύμφαι Soph.).

Middle Liddell

λειμωνιάς, άδος, poet. fem. of λειμώνιος, Soph.]