μῦμα

From LSJ
Revision as of 11:55, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῦμα Medium diacritics: μῦμα Low diacritics: μύμα Capitals: ΜΥΜΑ
Transliteration A: mŷma Transliteration B: myma Transliteration C: myma Beta Code: mu=ma

English (LSJ)

ατος, τό, A meat chopped up with blood, cheese, honey, vinegar, and savoury herbs, Epaenet. ap. Ath. 14.662d.

German (Pape)

[Seite 217] τό, ein eigenthümlich bereitetes Gericht, Ath. XIV, 662 d.

Greek (Liddell-Scott)

μῦμα: τό, κρέας κατακεκομμένον καὶ συμπεφυρμένον μετὰ αἵματος, τυροῦ, μέλιτος, ὄξους, καὶ ἀρωματικῶν φυτῶν, Ἐπαίνετος παρ’ Ἀθην. 662D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μῦμα· θριδάκων τρῖμμα, καὶ ὑπόχυμά τι».

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sorte de ragout fait de viande hachée, fromage, miel, vinaigre, herbes aromatiques.
Étymologie: DELG étym. obscure ; fait penser à μυττωτός.

Greek Monolingual

μῡμα, -ατος, τὸ (Α)
1. είδος εδέσματος από ψιλοκομμένο κρέας ανάμικτο με αίμα, τυρί, μέλι, ξίδι και αρωματικά φυτά
2. (κατά τον Ησύχ.) «θριδάκων τρῑμμα καὶ ὑπόχυμά τι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. θυμίζει το μυττωτός].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: meat, cut up and mixed with blood, cheese, honey, vinegar and tasty herbs (Com. ap. Ath. 14, 662 d).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained; cf. μυττωτός.

Frisk Etymology German

μῦμα: {mũma}
Grammar: n.
Meaning: Fleisch, gehackt und mit Blut, Käse, Honig, Essig und wohlschmeckenden Krautern gemischt (Kom. ap. Ath. 14, 662 d).
Etymology : Unerklärt; vgl. μυττωτός.
Page 2,270