θεωροδόκος

From LSJ
Revision as of 10:16, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεωροδόκος Medium diacritics: θεωροδόκος Low diacritics: θεωροδόκος Capitals: ΘΕΩΡΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: theōrodókos Transliteration B: theōrodokos Transliteration C: theorodokos Beta Code: qewrodo/kos

English (LSJ)

Doric and Arc. θεαροδόκος, Thessalian θεουροδόκος Inscr.Magn. 26, Cor. θιαροδόκος ib. 44; ὁ: — one who receives the θεωροί, IG 4.727 (Hermione, iv BC), 5(2).389 (Lusi), SIG 608.7 (Delph., ii BC), etc.

Greek (Liddell-Scott)

θεωροδόκος: Δωρ. θεᾱροδόκος, ὁ, «ὁ τῶν θεωρικῶν χρημάτων ἐπιμελούμενος» Σουΐδ. ΙΙ. ὁ ὑποδεχόμενος τοὺς θεωρούς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1193, 2670. - θεωροδοκία, ἡ, τὸ ὑπούργημα τοῦ θεωροδόκου, αὐτόθι 1693. 17· τὴν θεαροδοκίαν τῶν Δηλίων αὐτόθι 2329.

Greek Monolingual

θεωροδόκος και θεαροδόκος και θεουροδόκος, -ον (Α)
1. πολίτης που επιμελείται τα θεωρικά χρήματα
2. πολίτης που υποδέχεται τους θεωρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόκος.