ἐνθυμηματώδης

From LSJ
Revision as of 12:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθῡμημᾰτώδης Medium diacritics: ἐνθυμηματώδης Low diacritics: ενθυμηματώδης Capitals: ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: enthymēmatṓdēs Transliteration B: enthymēmatōdēs Transliteration C: enthymimatodis Beta Code: e)nqumhmatw/dhs

English (LSJ)

ἐνθυμηματώδες, enthymematic, Arist. Rh.Al.1439a5.

Spanish (DGE)

-ες
ret. entimemático, que consiste en un entimema ἐνθυμηματώδεις καὶ γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Anaximen.Rh.1439a6.

German (Pape)

[Seite 843] ες, sentenzenartig, -reich.

Russian (Dvoretsky)

ἐνθῡμηματώδης: имеющий характер умозаключения (ἐνθυμηματώδεις τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθυμηματώδης: -ες, ἔχων ἐνθυμήματα, ἐνθυμηματικός, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 33. 3.

Greek Monolingual

ἐνθυμηματώδης, -ες (Α)
(λογ.) αυτός που έχει ενθυμήματα, ο γεμάτος με ενθυμήματα.