ἐχθοδοπός
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
όν,
A hateful, φώς S.Ph.1137 (lyr.); πόλεμος Ar.Ach.226 (lyr.); τοῖα . . ἀνεστέναζες . . ἐχθοδόπ' Ἀτρείδαις S.Aj.931 (lyr.); τῆς ὁδοῦ ἐχθοδοποῦ γεγονυίας πολλοῖς, ἴσως δὲ . . ἑτέροις προσφιλοῦς Pl.Lg.810d; of a drug, Pl.Com. 196; ἐ. ὄμματα A.R.4.1669. (Perh. by assimilation fr. ἐχθοδαπός 'foreign', 'hostile' (q.v.).)
German (Pape)
[Seite 1125] όν (von ἔχθος, man vgl. das Suffixum -δαπος in ἀλλοδαπός, Buttm. leitet es ab von ὄπτομαι, feindselig blickend, Lexilog. I p. 124 ff., Andere von ὄψ od. gar von ἔδαφος), feindselig, VLL. ἐχθροποιός; Soph. στυγνόν τε φῶτ' ἐχθοδοπόν, Phil. 1122; τοῖά μ οι ἀνεστέναζες ὠμόφρων ἐχθοδόπ' Ἀτρείδαις Ai. 913; πόλεμος Ar. Ach. 226; sp. D; ὄμματα, feindselig blickend, Ap. Rh. 4, 1669; χρίσμα Opp. Hal. 4, 663; ὕδωρ ibd. 690. – In Prosa Plat., τῆς αὐτῆς ὁδοῦ ἐχθοδοποῦ γεγονυίας πολλοῖς Legg. VII, 810 d, verhaßt, oder nach Schol., der ἐχθροποιός erkl., verfeindend.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθοδοπός: -όν, μισητός, ἀξιομίσητος, φὼς Σοφ. Φιλ. 1136· πόλεμος Ἀριστοφ. Ἀχ. 226· τοῖα… ἀνεστέναζες… ἐχθοδόπ’ Ἀτρείδαις Σοφ. Αἴ. 932· τῆς ὁδοῦ ἐχθοδοποῦ γεγονυίας πολλοῖς, ἴσως δὲ… ἑτέροις προσφιλοῦς Πλάτ. Νόμ. 810D· ἐπὶ φαρμάκου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 13· ἐχθ. ὄμμασιν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1670. (Ὁ τονισμὸς δεικνύει ὅτι ἡ λέξις εἶναι ἁπλῶς ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἐχθρός, ἔχθος, ὡς τὸ ἀλλοδαπὸς τοῦ ἄλλος, κτλ., ἴδε ἐν λ. ποδαπός).