Θορίκιος

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Thorikos.

Russian (Dvoretsky)

Θορίκιος: (ρῐ) происходящий из Торика Soph., Dem.