Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
και Πυθόθεν Αεπίρρ. από την Πυθώ ή από τους Δελφούς.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πυθώ + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Ἀθήναθεν)].