Χολαργεύς
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
English (LSJ)
-έως, ὁ, a member of the Attic deme Cholargos, Ar. Ach. 855, etc.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant ou originaire du dème Χολαργεῖς.
Russian (Dvoretsky)
Χολαργεύς: έως ὁ уроженец или житель Холарга Arph., Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
Χολαργεύς: έως, ὁ, κάτοικος τοῦ δήμου Χολάργου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 855. κτλ.
Greek Monolingual
-έως, ό, ΝΑ, και Χολαργέας Ν
ο κάτοικος του δήμου Χολαργού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Χολαργός + κατάλ. -εύς].
Greek Monotonic
Χολαργεύς: -έως, ὁ, κάτοικος του δήμου Χολαργοῦ, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Χολαργεύς, έως, ὁ,
a man of the deme Χόλαργος, Ar.