ένσημος

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνσημος, -ον) σήμα μσν.-νεοελλ. αυτός που έχει τυπωμένο σήμαένσημος χρυσός»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ένσημο
μικρό κομμάτι χαρτί σε σχήμα γραμματοσήμου, με επίσημα έμβλημα κρατικού ή άλλου οργανισμού, το οποίο χρησιμεύει ως απόδειξη καταβολής τελών
αρχ.
διάσημος, έξοχος.