αναχάζω

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245

Greek Monolingual

ἀναχάζω (Α) χάζω
1. κάνω κάποιον να υποχωρήσει
2. μέσ. υποχωρώ, οπισθοχωρώ.