ανεκμετάλλευτος

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. εκείνος που δεν τον εκμεταλλεύθηκε κάποιος
2. εκείνος που δεν αξιοποιήθηκε ώστε να αποφέρει κέρδη.