κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
-η, -ο1. εκείνος που δεν τον εκμεταλλεύθηκε κάποιος2. εκείνος που δεν αξιοποιήθηκε ώστε να αποφέρει κέρδη.