αργεννός

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353

Greek Monolingual

ἀργεννός, -ή, -όν (Α)
λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργεσ-νός < θ. αργεσ -, παράλληλα προς το θ. αργ- του αργός (Ι) (πρβλ. αργεστής). Πρόκειται για αιολ. τ. (πρβλ. ερεβεννός), που χρησιμοποιήθηκε στην Ιλιάδα ως επίθετο για τα πρόβατα και για τα μάλλινα υφάσματα, αργότερα δε και για άλλα ζώα και αντικείμενα. Από το έπος το παρέλαβαν και άλλοι μεταγενέστεροι ποιητές με την αιολική του πάντα μορφή].