αργοκηρήθρα

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

και αργοκερήθρα, η
αυτή που περιέχει κυψέλες κηφήνων.