αργοκυλώ

From LSJ

Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau

Menander, Monostichoi, 248

Greek Monolingual

ἀργοκυλῶ (-άω)
1. κυλώ, κινούμαι αργά
2. φαίνομαι ότι περνώ αργά («η μέρα αργοκυλούσε»).