αργολογώ

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

ἀργολογῶ (-έω) (AM)
λέω ανόητα και περιττά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (ΙΙ) + -λογώ < λογος].