αργόθριξ

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

ἀργόθριξ (-τριχος) ο, η (Α)
αυτός που έχει άσπρες τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (Ι) + -θριξ < θρίξ (τριχός) (μελάνθριξ, καλλίθριξ κ.ά.)].