αργόχρως

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

ἀργόχρως (-ωτος), ο (Μ)
αυτός που έχει λευκό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (Ι) + -χρως (-ωτός) «χρώμα» (πρβλ. μελίχρως, ροδόχρως κ.ά.)].