γρυπός
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
γρυπή, γρυπόν,
A hook-nosed, aquiline, opp. σιμός, X.Cyr. 8.4.21, Pl.R. 474d, etc.: generally, hooked, ὄνυχες Aret.SA2.1, SD 1.8; curved, γρυπὴ γαστήρ a round paunch, X. l. c.; γ. στέφανος Eub.105 (Sup.); τὸ γρυπόν, = γρυπότης, Arist.Pol.1309b24.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 de pers. de nariz aguileña, aquilino op. σιμός Pl.R.474d, X.Cyr.8.4.21, PPetr.3.11.4 (III a.C.), Plu.2.821e, Gal.1.636, Philostr.Her.36.7, Plot.5.9.12, Aristaenet.1.18.21, S.E.M.7.267, Hsch., ῥὶς γ. Gal.1.638, Philostr.Her.61.7, Olymp.in Alc.153.16, cóm. ἤγαγον πρῴην σφόδρα γρυπήν de una pers., Arched.1.2, ὁ Γ. sobrenombre de algunos personajes, de Antíoco VIII, Ath.153b, 540a, cf. Plu.Cor.11, Mar.1, AP 11.199 (Leon.)
•subst. τὸ γ. forma aguileña op. τὸ σιμόν de una nariz, Arist.Pol.1309b24, plu. Arist.Rh.1360a28
•tb. ref. al pico, hocico, etc. curvado de anim. ὁ ἀετὸς γ. ἐστι Olymp.in Alc.154.1, de un pez, Ael.NA 3.28, de un perro, Poll.5.62.
2 gener. ganchudo, curvo στέφανος Eub.103, ὄνυχες Aret.SA 2.1.4, SD 1.8.5.
3 curvado, abombado γ. γαστήρ vientre curvo el de una pers. bien alimentada, X.Cyr.8.4.21.
• Etimología: Rel. ags. crumb, aaa. krump ‘curvado’.
German (Pape)
[Seite 507] gekrümmt, Sp. γρυπότατος στέφανος Eubul. Ath. XV, 679 d, was Mein. für korrupt hält; bes. der eine Adlernase hat, Xen. Cyr. 8, 4, 21; Plat. Rep. V, 474 e u. Folgde; Gegensatz σιμός.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
1 crochu, recourbé ; particul. qui a le nez recourbé ou aquilin;
2 recourbé, en gén. arrondi, courbe.
Étymologie: DELG cf. a.-sax. crump, vha. krump « courbé ».
2v. γρύψ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γρυπός -ή -όν [~ γρύψ] gebogen, krom, van een neus; uitbr. van personen met een haviksneus. bol, uitpuilend, van een buik. Xen. Cyr. 8.4.21.
Russian (Dvoretsky)
γρῡπός:
1 выгнутый, выпуклый (τῶν μεστῶν γρυπὴ ἡ γαστὴρ γίγνεται Xen.);
2 орлиный, с горбинкой (ῥίς Arst.);
3 с орлиным или крючковатым носом, горбоносый Xen., Plat., Arst., Plut.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ γρυπός, -ή, -όν)
1. κυρτός, γαμψός
2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει κυρτή μύτη
αρχ.
(ουδ. ως ουσ.) το γρυπόν
η γρυπότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εάν θεωρηθεί ως πρωταρχικός ο τ. γρυπός, τότε το γρυψ θα είναι παραγωγό του, σχηματισμένο αναλογικά προς άλλες ονομασίες πουλιών (πρβλ. γυψ, γλαυξ, σκωψ). Έχει υποστηριχτεί εξάλλου ότι το γρυψ σχηματίστηκε από το γυψ υπό την επίδραση του γρυπός και ακόμη ότι, επειδή εκτός από μυθικό ζώο δήλωνε και διακόσμηση ανατολικής προελεύσεως, αποτελεί μεταπλασμό μιας δάνειας λέξεως (πρβλ. ακκαδ. karūbu «γρυψ, χερουβείμ») υπό την επίδραση πάντοτε τών γυψ και γρυπός. Πιθ. πάντως η λ. γρυπός να συνδέεται με αγγλοσαξ. crump, αρχ. άνω γερμ. krump «κυρτός», ενώ η αναγωγή της λέξεως, καθώς και τών γρυμέα, γρύτη, σε IE greu- «κάμπτω, κυρτώνω» είναι επισφαλής.
Greek (Liddell-Scott)
γρῡπός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ῥῖνα κεκυρτωμένην, ὁ ἔχων ἀέτιον ῥῖνα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ σιμός, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21, Πλάτ. Πολιτ. 474 Ε· οὕτω, γρ. ὄνυχες Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 1, π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8. 2) καθόλου, κεκυρτωμένος, γρυπὴ γαστήρ, κυρτή, καμπύλη, στρογγύλη κοιλία, στόμαχος, Ξεν. ἐνθ’ ἀνωτ.· γρ. στέφανος Εὔβουλ. Στεφ. 3·-τὸ γρυπὸν=γρυπότης Ἀριστ. Πολ. 5. 9, 7.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: hook-nosed, curved (Pl.).
Derivatives: γρυπότης (X.). Denom. γρυπόομαι get curbed, of nails (Hp.), γρύπωσις (medi.); γρύπτω, γρυπαίνω and, γρυμπαίνειν γρυποῦσθαι, συγκάμπτειν H. Thematic aorist ἔγρυπον (like ἔκτυπον) become wrinkled, of the earth in an earthquake' (Melanth. Hist. 1); thus γᾶν ἐγρυμμέναν (Gortyn); idem γρυπανίζω (Antiph. Soph.) and γρυπάνιος (ib.); γρυπάλιον γερόντιον. η γρυπάνιον H. γρυπνόν στυγνόν (s. DELG) - Root noun γρύψ, -πός m. the mythological griffin (Aristeas ap. Hdt., A.), later the real Lämmergeier (LXX); cf. γύψ, σκώψ, γλαῦξ; also γρῦπαι αἱ νεοσσιαὶ τῶν γυπῶν. οἱ δε γῦπαι H. - γρυβός γρυψ H. after the nouns in -βος? (Chantr. Form. 261). Metaph. γρῦπες μέρος τῶν τῆς νεὼς σκευῶν καὶ ἄγκυραι H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: A connection with OE crumb, OHG krump krumm is not very probable (the nasal difficult). The nasal in γρυμπαίνω could be Pre-Greek prenasalization but may be of Greek origin. The long u is difficult for IE (requires *-uH-). - Güntert Reimwortbildungen 132f. thought that γρύψ was γύψ influenced by γρυπός; which is not convincing. Grimme Glotta 14, 17 assumed a loan from Akkadian (karūbu griffin, cherub; cf. Hebr. kerūb and Lewy Fremdw. 11f.) through Hittite. From the archaeological perspective origin in Asia Mindor (and the Near East: Elam) is very probable; DNP s.v. Greif; Hemmerdinger Glotta 48 (1970) 51f. (but not toAkk. karubu); Wild, SBWien 241/4 (1963) 3-28. It is not certain that γρύψ is related to γρυπός. The adjective makes the impression of a Pre-Greek word (γρυμπ-) and this will be true of the mythical bird as well (whatever it ultimate origin); note γρυβός, which may well show Pre-Greek alternation. Fur. 175 assumes more variations on the basis of the Latin forms. Note also γρῦνος γρύψ H., which fits in Furnée's system as showing π/F (236).- Through Lat. gryphus the word came in the WEur. languages (griffin. Greif).
Middle Liddell
1. hook-nosed, with aquiline nose, opp. to σιμός, Xen., Plat.
2. generally, curved, γρυπὴ γαστήρ a round paunch, Xen.
Frisk Etymology German
γρυπός: {grūpós}
Meaning: mit einer Habichtnase, krummnasig, gekrümmt (Pl., X., Arist. usw.).
Derivative: Davon γρυπότης (X., Arist. u. a.). Denominative Verba: γρυπόομαι krumm werden, von den Nägeln (Hp., Alex. Aphr. u. a.) mit γρύπωσις (Mediz.); außerdem die bei H. und anderen Lexikographen belegten γρύπτω, γρυπαίνω und, mit Nasalinfigierung nach dem Typus λαμβάνω, γρυμπαίνειν· γρυποῦσθαι, συγκάμπτειν H. Ein thematischer Aorist ἔγρυπον (wie ἔκτυπον) ist literarisch belegt in der speziellen Bedeutung gekrümmt werden, von der Erde bei einem Erdbeben (Melanth. Hist. 1); ebenso γᾶν ἐγρυμμέναν (Gortyn). In derselben Bedeutung auch das erweiterte γρυπανίζω (Antiph. Soph.) und γρυπάνιος (ebd.), wie von *γρύπανον; in anderer Bed. γρυπάλιον· γερόντιον. ἢ γρυπάνιον H. — Neben γρυπός steht, der Form nach als Wurzelnomen, der Vogelname γρύ̄ψ, -πός m. Greif (Aristeas ap. Hdt., A. usw.); vgl. γύψ, σκώψ, γλαῦξ usw. Davon γρῦπαι· αἱ νεοσσιαὶ τῶν γυπῶν. οἱ δὲ γῦπαι H.; offenbar nach letzterem gebildet. — γρυβός· γρυψ H. ist nach den Tiernamen und Adjektiven auf -βος (Chantraine Formation 261) umgebildet.
Etymology: Die allgemeine Ähnlichkeit mit ags. crumb, ahd. krump ‘krumm’ usw., ist unverkennbar; die germ. Wörter lassen aber mehrere Deutungen zu, vgl. WP. 1, 596 und Kluge-Götze Et. Wb. d. deut. Spr. s. krumm. — Die Zusammenführung von γρυμέα, γρύτη, γρυπός unter ein gemeinsames idg. greu- krümmen, gekrümmt, mit gekrümmten Fingern kratzen od. ähnl., das wiederum eine eu-Erweiterung von ger- drehen, winden (vgl. s. γυργαθός) wäre (s. Pokorny 388f., WP. 1, 597f.), geht weit über das Beweisbare hinaus. — Nach Güntert Reimwortbildungen 132f. ist γρύψ von γύψ mit Angleichung an γρυπός umgebildet. Grimme Glotta 14, 17 nimmt ohne Grund Entlehnung aus dem Akkadischen (karūbu Greif, Cherub; vgl. hebr. kerūb und Lewy Fremdw. 11f.) unter hethitischer Vermittlung an.
Page 1,329-330
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἔχει καμπυλωτή μύτη). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: γρυπόομαι, γρυπότης, γρύπωσις.