δρῷμι

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

French (Bailly abrégé)

épq. δρώοιμι;
opt. prés. de δράω.

Russian (Dvoretsky)

δρῷμι: эп. δρώοιμι praes. opt. к δράω.