δωροδοκῶ

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Mantoulidis Etymological

(=δέχομαι δῶρα). Ἀπό τό δωροδόκος (δῶρον+δέχομαι). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα δέχομαι καί στό δίδωμι.