επιπλήττω

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source

Greek Monolingual

ἐπιπλήσσω και αττ. τ. ἐπιπλήττω) πλήσσω
ελέγχω, επιτιμώ, μαλώνω κάποιον («καὶ ἐπέπληττε τὸν μὴ καλῶς αὐλοῦντα», Πλάτ.)
αρχ.
1. χτυπώ, καταφέρω χτυπήματα («τόξῳ ἐπιπλήσσων», Ομ. Ιλ.)
2. (αμτβ.) επιτίθεμαι
3. φρ. «ἐπιπλήσσω τινί τι» — κατακρίνω κάποιον για κάτι.