εργαστικός

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

ἐργαστικός, -ή, -όν (AM) εργαστής
μσν.
είδος μηχανής
αρχ.
1. ικανός, κατάλληλος για εργασία, δραστήριος («τὸν στρατηγὸν εἶναι χρή... καὶ μηχανικὸν καὶ ἐργαστικὸν καὶ ἐπιμελῆ», Ξεν.)
2. έμπειρος στην παραγωγή, γόνιμος, δημιουργικός
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. oἱ ἐργαστικοί
οι εργάτες.