ευστοχώ

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐστοχῶ, -έω) εύστοχος
1. πετυχαίνω τον στόχο, χτυπώ με ακρίβεια κάτι («το όπλο του δεν ευστόχησε»)
2. πετυχαίνω τον σκοπό μου
νεοελλ.
σκέπτομαι και ενεργώ σωστά
αρχ.
1. επωφελούμαι από κάτι, εκμεταλλεύομαι («ἄνδρα δυνάμενον πάσης εὐστοχεῖν περιστάσεως», Πολ.)
2. συμπεραίνω.