εὐκαταμάχητος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
German (Pape)
[Seite 1074] leicht zu bekämpfen, Schol. Thuc. 6, 17.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκαταμάχητος: -ον, εὐχερῶς καταμαχόμενος, καταβαλλόμενος, Σχόλ. εἰς Θουκ. 6. 17.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐκαταμάχητος, -ον)
αυτός που καταβάλλεται εύκολα, που νικιέται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα-μάχομαι.