εὐποτμία
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ἡ, good fortune, Xanth.10, Plu.Arist.24, Luc.DDeor.15.1, Ael.NA11.40.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
heureux sort, bonheur.
Étymologie: εὔποτμος.
German (Pape)
ἡ, das glückliche Los, Glück, Ael. H.A. 11.40; öfter Plut. und Luc., z.B. D. D. 15.1.
Russian (Dvoretsky)
εὐποτμία: ἡ счастливый удел, счастье Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
εὐποτμία: ἡ, καλὴ τύχη, εὐτυχία, Ξάνθος παρὰ Σουΐδ. ἐν ταῖς λέξεσιν εὐποτμία καὶ Ξάνθος, Πλουτ. Ἀριστείδ. 21, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 14. 1, Αἰλ. π. Ζ. 11. 10.
Greek Monolingual
εὐποτμία, ἡ (Α) εύποτμος
καλή τύχη, ευτυχία.
Greek Monotonic
εὐποτμία: ἡ, καλή τύχη, ευτυχία, σε Πλούτ., Λουκ.