εὐπραγέω
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
= εὖ πράσσω, do well, be well off, flourish, Th.2.60, 6.16, X.Ap.27, etc.
French (Bailly abrégé)
εὐπραγῶ :
être heureux, réussir.
Étymologie: εὖ, πράσσω.
German (Pape)
[ᾱ], glücklich sein, leben, πόλις εὐπραγοῦσα, der σφαλλομένη entggstzt, Thuc. 2.60, 6.16; Xen. Apol. 27; Plut. – Von leblosen Dingen, Poll. 1.53.
Russian (Dvoretsky)
εὐπρᾱγέω: быть счастливым, процветать Xen., Thuc., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρᾱγέω: εὖ πράσσω, εὐημερῶ, εὐτυχῶ, Θουκ. 2. 60. 6. 16, Ξεν. Ἀπολ. 27 κτλ.
Greek Monotonic
εὐπρᾱγέω: = εὖ πράσσω, ευτυχώ, ευημερώ, ακμάζω, προκόβω, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
εὐπρᾱγέω, = εὖ πράσσω,]
to do well, be well off, flourish, Thuc., Xen., etc.