εὔμαλλος

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμαλλος Medium diacritics: εὔμαλλος Low diacritics: εύμαλλος Capitals: ΕΥΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: eúmallos Transliteration B: eumallos Transliteration C: eymallos Beta Code: eu)/mallos

English (LSJ)

εὔμαλλον, of fine wool, μίτρα Pi.I.5(4).62.

German (Pape)

[Seite 1079] schönwollig, μίτρα Pind. I. 4, 62.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la laine épaisse ou belle.
Étymologie: εὖ, μαλλός.

Russian (Dvoretsky)

εὔμαλλος: тонкошерстный, сделанный из прекрасной шерсти (μίτρα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔμαλλος: -ον, ἔχων καλὸν μαλλίον, Πινδ. Ι. 5 (4). 79.

English (Slater)

εὔμαλλος, -ον of fine wool φέρε δ' εὔμαλλον μίτραν (I. 5.62)

Greek Monolingual

εὔμαλλος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος από καλό μαλλίεὔμαλλος μίτρα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μαλλός «μπούκλα μαλλιού»].

Greek Monotonic

εὔμαλλος: -ον, αυτός που έχει καλό μαλλί, σε Πίνδ.

Middle Liddell

εὔ-μαλλος, ον
of fine wool, Pind.