εὔτροφος

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτροφος Medium diacritics: εὔτροφος Low diacritics: εύτροφος Capitals: ΕΥΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: eútrophos Transliteration B: eutrophos Transliteration C: eytrofos Beta Code: eu)/trofos

English (LSJ)

εὔτροφον,
A nourishing, healthy, χώρα Thphr. CP 1.14.1; ἔαρ Opp.C.3.180.
II Pass., well-nourished, thriving, of trees, D.S.17.89; of children, Hp.Dent.1, Orph.Fr.49 vi 88: Comp., Hp.Dent.13, Ath.Med. ap. Orib.9.5.6: metaph., of diseases, Luc. Abd.27.

German (Pape)

[Seite 1104] gut nährend, nahrhaft, Hippocr.; Theophr.; ἔαρ ὑγρὸν ἐΰτροφον Opp. Cyn. 3, 180; – gut gedeihend, καρπός Luc.; ἐλάτη D. Sic. 17, 89.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui nourrit bien, nourrissant (sol);
2 bien nourri, gros, fort en parl. d'enfants, d'arbres.
Étymologie: εὖ, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

εὔτροφος:
1 хорошо развившийся (καρπός Luc.);
2 разросшийся (ἐλάτη Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔτροφος: -ον, θρεπτικός, ὑγιεινός, χώρα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 14, 1 ἔαρ Ὀππ. Κυν. 3. 180. ΙΙ. Παθ., καλῶς τεθραμμένος, ἀκμάζων, θάλλων, ἐπὶ δένδρων, Διόδ. 17. 89· ἐπὶ τέκνων, Ἱππ. 267. 17.

Greek Monolingual

εὔτροφος, -ον (ΑΜ)
αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός, ο υγιεινός
μσν.
(για ποταμό) αυτός που χαρίζει ευφορία, ο γονιμοποιός
αρχ.
1. (για παιδιά) καλοθρεμμένος
2. (για νόσους) αυτός που επιτείνεται, που επεκτείνεται
3. (για δέντρα) ακμαίος, θαλερός, εύρωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τροφος (< τρέφω)].

Greek Monotonic

εὔτροφος: -ον (τρέφω), καλοθρεμμένος, ακμαίος, θαλλερός.

Middle Liddell

εὔ-τροφος, ον τρέφω
well-nourished.