ζαχρειές

From LSJ

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498

Greek Monolingual

ζαχρειές (Α)
(επίρρ. από το ουδ. του άχρ. επιθ. ζαχρειής ή ζαχρηής) ορμητικά, βίαια.