θεραπήϊος

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰπήϊος Medium diacritics: θεραπήϊος Low diacritics: θεραπήϊος Capitals: ΘΕΡΑΠΗΪΟΣ
Transliteration A: therapḗïos Transliteration B: therapēios Transliteration C: therapiios Beta Code: qeraph/i+os

English (LSJ)

α, ον, Ion. and poet. for θεραπευτικός, in neut. pl. -ήϊα, νούσων AP7.158.8:—fem. θεραπηΐς, ΐδος, Orac. ap. Jul.Ep.88b.

German (Pape)

[Seite 1200] poet., = θεραπευτικός; θεραπήϊα, Heilmittel, Heilung, Ep. ad. 579 (VII, 158).

Greek (Liddell-Scott)

θερᾰπήϊος: -α, -ον, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ θεραπευτικός, Ἀνθ. Π. 7. 158· θηλ. θεραπηΐς, ΐδος, Χρησμ. παρ’ Ἰουλιαν. 451Β.

Greek Monolingual

θεραπήϊος, -ΐα, -ον (Α)
(ιων. και ποιητ. τ.)
1. θεραπευτικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θεραπήια
τα γιατρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεραπεύω, + ιων. καταλ. ήιος που, ενώ αρχικά σχημάτιζε μετονοματικά παράγωγα ονομάτων σε -εύς (πρβλ. βασιλ-ευς > βασιλ-ήιος), αργότερα η χρήση της επεκτάθηκε και σε άλλες κατηγορίες λέξεων μεταξύ τών οποίων είναι και τα ρ. σε -ευώ].

Greek Monotonic

θερᾰπήϊος: -α, -ον, Ιων. αντί θεραπευτικός, σε Ανθ. Π.