θεραπίδιον

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰπίδιον Medium diacritics: θεραπίδιον Low diacritics: θεραπίδιον Capitals: ΘΕΡΑΠΙΔΙΟΝ
Transliteration A: therapídion Transliteration B: therapidion Transliteration C: therapidion Beta Code: qerapi/dion

English (LSJ)

τό, means of cure, Sch.Luc.Alex.21.

German (Pape)

[Seite 1200] τό, das Heilmittel, Schol. Luc. Alex. 21.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
moyen de guérison.
Étymologie: θεραπεύω.

Greek (Liddell-Scott)

θεραπίδιον: τό, ἰατρικόν, Σχολ. εἰς Λουκ. Ἀλέξ. 21.

Greek Monolingual

θεραπίδιον, τὸ (AM) θεράπων
μέσο θεραπείας, γιατρικό, φάρμακο.

Greek Monotonic

θεραπίδιον: τό (θεραπεύω), μέσα, τρόποι ίασης, σε Λουκ.

Middle Liddell

θεραπίδιον, ου, τό, θεραπεύω
a means of cure, Luc.