θεραπίδιον
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
τό, means of cure, Sch.Luc.Alex.21.
German (Pape)
[Seite 1200] τό, das Heilmittel, Schol. Luc. Alex. 21.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
moyen de guérison.
Étymologie: θεραπεύω.
Greek (Liddell-Scott)
θεραπίδιον: τό, ἰατρικόν, Σχολ. εἰς Λουκ. Ἀλέξ. 21.
Greek Monolingual
θεραπίδιον, τὸ (AM) θεράπων
μέσο θεραπείας, γιατρικό, φάρμακο.
Greek Monotonic
θεραπίδιον: τό (θεραπεύω), μέσα, τρόποι ίασης, σε Λουκ.
Middle Liddell
θεραπίδιον, ου, τό, θεραπεύω
a means of cure, Luc.