θεραπνίς
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, poet., = θεραπαινίς, AP9.603 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1200] ίδος, ἡ, = θεραπαινίς, Dienerinn, Antp. Thess. 70 (IX, 603).
Russian (Dvoretsky)
θεραπνίς: ίδος ἡ Anth. = θεράπαινα.
Greek (Liddell-Scott)
θεραπνίς: -ίδος, ἡ, ποιητ. συνῃρ. ἐκ τοῦ θεραπαινίς, Ἀνθ. Π. 9. 603. - θεράπνιον, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θεραπνίς, -ίδος, ἡ (Α) θεράπνη
(ποιητ. τ.) η θεραπαινίδα.
Greek Monotonic
θεραπνίς: -ίδος, ἡ, ποιητ. συνηρ. από το θεραπαινίς, σε Ανθ. Π.
Middle Liddell
θεραπνίς, ίδος poet. contr. from θεραπαινίς, Anth.]