θεραπουσία
From LSJ
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
English (LSJ)
ἡ, = θεραπεία IV, condemned by Poll.3.75.
German (Pape)
[Seite 1200] ἡ, die Dienerschaft, von Poll. 3, 75 für schlechter als θεραπεία erkl.
Greek (Liddell-Scott)
θεραπουσία: ἴδε ἐν λ. θεραπευσία.
Greek Monolingual
θεραπουσία, ἡ (Α)
οι θεράποντες, οι υπηρέτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. περιλπτ. ουσ. < θεράπων, πιθ. αναλογικά προς το γερουσία.